- σιφάκα
- το, Νζωολ. κοινή ονομασία δύο ειδών δενδρόβιων λεμουρίων τού γένους προπίθηκος, που απαντούν στα παράκτια δάση τής Μαδαγασκάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sifaka < sifaka, λ. της γλώσσας τής Μαδαγασκάρης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σοφονίσβη — Αναφέρεται και ως Σοφωνίς ή Σοφωνίβα. Κόρη του Καρχηδόνιου στρατηγού Ασδρούβα, γιου του Γίσκωνα. Η Σ. παντρεύτηκε τον Σίφακα, βασιλιά της Νουμιδίας, και η επιρροή της τον τράβηξε από τη συμμαχία του με τη Ρώμη. Ο Σίφαξ αιχμαλωτίστηκε από τον… … Dictionary of Greek